αναθεματούρι

αναθεματούρι
το
το μέρος όπου ρίχνονται οι πέτρες τού αναθέματος, ο τόπος τού αναθεματισμού, όπου κάθε διαβάτης ρίχνει την πέτρα τού αναθέματος φωνάζοντας «ανάθεμα».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανάθεμα + -ούρι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αναθεματούρι — αναθεματούρι, το και ανάθεμα, το σωρός από πέτρες που σχηματίζεται κάπου και στον οποίο κάθε διαβάτης ρίχνει τη δική του πέτρα προφέροντας τις λέξεις: «ανάθεμα στον τάδε» …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανάθεμα — το (Α ἀνάθεμα) 1. οτιδήποτε είναι αποχωρισμένο από το καλό και εγκαταλελειμμένο στο κακό, αφορισμένο, καταραμένο πρόσωπο ή πράγμα (στά Νεοελληνικά συνήθως σε συνεκφορά με την αναφορική αντωνυμία που) «π ανάθεμα να γίνει» (κατάρα για πρόσωπα ή… …   Dictionary of Greek

  • αναθεματιστής — ο (θηλ. ίστρια και ίστρα) 1. αυτός που αναθεματίζει, που καταριέται ή αφορίζει 2. (το θηλ. ως ουσιαστικό) η αναθεματίστρα το αναθεματούρι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναθεματίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1831 στον οικονομολόγο Ιωάννη Σούτζο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”